τυφλώσῃ

τυφλώσῃ
τυφλώσηι , τύφλωσις
a making blind
fem dat sg (epic)
τυφλόω
blind
aor subj mid 2nd sg
τυφλόω
blind
aor subj act 3rd sg
τυφλόω
blind
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τύφλωση — (Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή… …   Dictionary of Greek

  • τύφλωση — η το χάσιμο της όρασης, η τυφλότητα, η τύφλα, η τυφλαμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • δαλτονισμός ή αχρωματοψία — Συγγενής ανικανότητα διάκρισης των χρωμάτων. Οφείλει την ονομασία της στον φημισμένο Άγγλο χημικό Τζον Ντάλτον, ο οποίος έπασχε ο ίδιος από αυτή τη νόσο και την περιέγραψε πρώτος με ακρίβεια. Η συνηθέστερη μορφή της χαρακτηρίζεται από τύφλωση ως… …   Dictionary of Greek

  • Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… …   Dictionary of Greek

  • Jenny Mastoraki — Born 1949 Athens Occupation Poet, translator Nationality Greek Period 1972– …   Wikipedia

  • Jenny Mastoraki — Nombre completo Jenny Mastoraki Nacimiento 1949 Atenas, Grecia Ocupación Poeta, Traductora Período 1972– Jenny Mastoraki (en …   Wikipedia Español

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”